- φονεύοντας
- φονεύωmurderpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμυνα, νόμιμη — Πρόκειται για μια αναγκαία αντίδραση, που αποβλέπει στο να αποτρέψει από τον αμυνόμενο ή από άλλους τον άμεσο κίνδυνο μιας άδικης επίθεσης. Το νεότερο ποινικό δίκαιο θεωρεί τη ν.ά. ως αιτία αποκλεισμού του άδικου χαρακτήρα της πράξης.… … Dictionary of Greek
Ζαγανός πασάς — (15ος αι.). Οθωμανός στρατηγός, ελληνικής καταγωγής. Ασπάστηκε τον μωαμεθανισμό και υπηρέτησε ως αξιωματικός στον στρατό του Μουράτ B’ και του Μωάμεθ Β’, στον οποίο ασκούσε σημαντική επιρροή. Τον παρότρυνε να στραφεί εναντίον της… … Dictionary of Greek
Καβαλλάρης — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 79 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, Β της λίμνης Δοϊράνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουριών. II Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. Αντώνιος.… … Dictionary of Greek
Κρίσνα — Θεότητα του ινδουισμού. Θεωρείται αβατάρ, δηλαδή ενσάρκωση του θεού Βισνού. Ωστόσο, για πολλούς πιστούς, ο Κ. είναι ο ανώτατος θεός και σωτήρας του κόσμου, μη πεπερασμένος χρονικά και τοπικά. Σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση, ο Κ. καταγόταν… … Dictionary of Greek